- λούῃ
- λούωlǎvopres subj mp 2nd sgλούωlǎvopres ind mp 2nd sgλούωlǎvopres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Λούης — ο φρ. «γίνομαι Λούης» φεύγω τρέχοντας πολύ γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το επώνυμο τού πρώτου σύγχρονου Έλληνα Ολυμπιονίκη μαραθωνοδρόμου Σπ. Λούη] … Dictionary of Greek
Γαβαλάς — I Επώνυμο αριστοκρατικής οικογένειας της Κωνσταντινούπολης, άρχοντες της Κρήτης και της Ρόδου. Επιφανέστερα μέλη της είναι: 1. Γεώργιος (15ος αι.). Αναφέρεται ως καταδότης των Βενετών στην επανάσταση του Σήφη Βλαστού. 2. Ιωάννης (13ος αι.). Ένας… … Dictionary of Greek
Λαγουδάκης, Σωκράτης — (Σμύρνη 1864 – 1944). Γιατρός και λόγιος. Διεξήγαγε έρευνες για τη λέπρα, εμβολιαζόμενος ο ίδιος με αίμα λεπρού (1934). Συνέγραψε διάφορες μελέτες και για πέντε χρόνια εξέδιδε στο Παρίσι το περιοδικό Ιπποκράτης. Στους Ολυμπιακούς αγώνες του 1896… … Dictionary of Greek
Μουσείο Σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων (Ολυμπίας) — Το μουσείο ιδρύθηκε το 1961, από το φίλαθλο και φιλότεχνο Γεώργιο Παπαστεφάνου Προβατάκι (1890 1978). Μέχρι το 1972 ονομαζόταν Αθλοφιλοτεχνικό Ολυμπιακό Μουσείο και στεγαζόταν στο κτίριο όπου παλαιότερα λειτουργούσε το δημοτικό σχολείο της… … Dictionary of Greek